συνοδεύοντας

συνοδεύοντας
συνοδεύω
travel in company: pres part act masc acc pl
συνοδεύω
travel in company: pres part act masc acc pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνοδεύοντας — συνοδεύω travel in company pres part act masc acc pl συνοδεύω travel in company pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • απαγγελία — H τέχνη που διδάσκει στον ηθοποιό τον τρόπο ομιλίας, αφήγησης, ανάγνωσης κλπ. πάνω στη σκηνή. Λέγεται επίσης και τέχνη του λόγου. Διακρίνεται σε τραγική, δραματική και κωμική. Για σωστή α. πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

  • βάρδος — (από το λατινικό bardus, κελτικής προέλευσης). Ποιητής και τραγουδιστής, ο οποίος στους κελτικούς λαούς (Γαλάτες, Ουαλούς και Σκοτσέζους) εξυμνούσε τα κατορθώματα των θεών και των εθνικών ηρώων, συνοδεύοντας το τραγούδι του με μια μικρή άρπα, που …   Dictionary of Greek

  • παρακρατώ — παρακρατῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. αποθηκεύω μέρος τού προϊόντος ενός παραγωγού προκειμένου να ρυθμίσω την τιμή του στην αγορά ή για να τό χρησιμοποιήσω σε περιόδους έλλειψης 2. (για κατάσταση) διατηρούμαι περισσότερο από το κανονικό, παρατείνομαι («η… …   Dictionary of Greek

  • σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… …   Dictionary of Greek

  • τρίγωνο — Γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει αν τρία σημεία, τα οποία δεν βρίσκονται σε ευθεία, συνδεθούν ανά δύο με ευθύγραμμα τμήματα. Τα τρία τμήματα των ευθειών καλούνται πλευρές και τα σημεία κορυφές του τ. Ως προς τις πλευρές, το τ. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • υπάδω — και ποιητ. τ. ὑπαείδω Α 1. τραγουδώ συνοδεύοντας ένα μουσικό όργανο 2. συνοδεύω με τη φωνή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ᾄδω / ἀείδω «τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • υπαναμέλπω — Α σιγοτραγουδώ συνοδεύοντας κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀναμέλπω «τραγουδώ»] …   Dictionary of Greek

  • φρουκτόζη — η, Ν (βιοχ.) οργανική ένωση, μέλος τής ομάδας τών υδατανθράκων που είναι γνωστοί ως απλά σάκχαρα ή μονοσακχαρίτες, θεωρούμενη ως ο γλυκύτερος από όλους, η οποία απαντά στη φύση σε ελεύθερη κατάσταση ή, συνηθέστερα, συνοδεύοντας τη γλυκόζη στα… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρτι, Λεόνε Μπατίστα — (Leonne Batista Alberti, Γένοβα 1404 – Ρώμη 1472). Ιταλός αρχιτέκτονας, λόγιος και ουμανιστής. Σπούδασε στην Πάντοβα και στην Μπολόνια και έζησε στη Ρώμη. Λόγω των καθηκόντων του στη γραμματεία της Αγίας Έδρας, έφευγε συχνά για ταξίδια στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”